Με την ονομασία χαβιάρι (καθαρεύουσα: το χαβιάριον, γενική του χαβιαρίου), προερχόμενη εκ της τουρκικής “havyar”, ή αραβικής “Khavyar”, φέρεται στο εμπόριο η διάθεση παστωμένων αυγών του σπάνιου σήμερα οξυρρύγχου, ψαριού της Μαύρης Θάλασσας. Αποτελεί ίσως το ακριβότερο έδεσμα στο κόσμο έχοντας καταστεί σύμβολο κύρους και κοινωνικής τάξης αλλά και ακαταμάχητος πειρασμός γεύσης της παγκόσμιας ελίτ, στα πλέον επίσημα γεύματα και δεξιώσεις.
Το χαβιάρι δίνοντας εικόνα συνόλου από μικροσκοπικές και γυαλιστερές πέρλες έχει χαρακτηριστεί o “μαύρος χρυσός της γεύσης”.
Το χαβιάρι ήταν γνωστό από την αρχαιότητα και ειδικότερα στους αρχαίους Έλληνες. Τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Στράβων φέρονται να είχαν ερεθιστεί από τη γεύση του. Όπως αναφέρει και ο Αρχέστρατος, σπουδαίος διαιτολόγος και μάγειρας της αρχαιότητας, (4ος αιώνας π.Χ.), οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα αυγά του οξυρρύγχου που προέρχονταν αποκλειστικά από τη Μαύρη Θάλασσα. Επίσης δε και ο Γαλιλαίος φέρεται να πρόσφερε τακτικά χαβιάρι στη κόρη του σε ένδειξη αγάπης και στοργής.
Η ευρύτερη όμως διάδοσή του σ΄ όλη την Ευρώπη ξεκίνησε περί τα τελευταία χρόνια της τσαρικής Ρωσίας, όταν αυτό περιλαμβανόταν στα επίσημα τσαρικά γεύματα, πυροδοτώντας έτσι μια ραγδαία ανάπτυξη ολόκληρης βιομηχανίας μαζικής παραγωγής. Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη επειδή τόσο η ισλαμική όσο και η εβραϊκή θρησκεία απαγόρευαν την κατανάλωση ψαριών χωρίς λέπια ουσιαστικά η αλιεία οξυρρύγχου αλλά και όλο το εμπόριο του παραγόμενου χαβιαρίου πέρασε σεΡώσους και Έλληνες.
Ένας από τους σημαντικότερους εξ αυτών των Ελλήνων ήταν και ο Ψαριανός και μετέπειτα εθνικός ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης, που έχοντας κερδίσει την εύνοια της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης εγκαταστάθηκε στη πόλη Αστραχάν της Κασπίας όπου και επιδόθηκε στην κατεργασία και παρασκευή χαβιαρίου δημιουργώντας εκεί μεγάλο εργοστάσιο. Σε πολύ σύντομο διάστημα κυριαρχούσε στο εμπόριο των αγορών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Περσίας και της Αιγύπτου.
Το χαβιάρι είναι η μάζα των αυγών που βρίσκονται στις ωοθήκες ορισμένων ειδών ψαριών της οικογένειας των οξυρρυγχιδών. Τα ψάρια αυτά ιδιαίτερα μεγαλόσωμα αλιεύονται περί τα τέλη του Χειμώνα, με όχι και εύκολες συνθήκες, όταν είναι πλέον αυγωμένα, πριν εισέλθουν σε ποταμούς και ν΄ αποθέσουν τ΄ αυγά τους. Μετά την αλίευσή τους αφαιρούνται οι ωοδόχες κύστεις που έχουν σχήμα ατρακτοειδές από τις οποίες στη συνέχεια με κτυπήματα ή αναδεύσεις αφαιρείται η μάζα των αυγών σε μορφή ρευστής σπυρωτής μάζας καλούμενη στη ρωσική γλώσσα “ηκρά”.
Η ηκρά ακολούθως εξαπλώνεται πάνω σε λεπτόπορα δικτυωτά όπου πιεζόμενη ελαφρά διέρχονται τα αυγά ενώ συγκρατούνται διάφορες μεμβράνες και λιπαρές ουσίες. Τα αυγά στη συνέχεια διαχωρίζονται κατά μεγέθη και τοποθετούνται σε δοχεία αφού προηγουμένως αλατιστούν με προσθήκη 4 – 6% αλατιού.
Στην εποχή του Βαρβάκη όπου η αλιεία ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτη και η παραγωγή τεράστια χρησιμοποιούνταν για τη συσκευασία ξύλινα βαρέλια από φιλύρα με τα οποία διοχετεύονταν στο εμπόριο. Την ίδια εποχή άριστο χαβιάρι θεωρούνταν μόνο το μαύρο. Αντίθετα κατώτερης ποιότητας ήταν το λεγόμενο στη ρωσική “παγιουσνάγια ηκρά” που αλατιζόταν ισχυρότερα μέσα σε άλμη και στη συνέχεια τοποθετείτο μέσα σε λινό ύφασμα και πιεζόταν μεταξύ σανίδων λαμβάνοντας μορφή περισσότερο πυκνή. Και αυτή συσκευαζόταν σε μικρά βαρέλια ή σε ερμητικά κλειστά δοχεία.
Υπολογίζεται ότι από κάθε ωοδόχο κύστη συγκεκριμένων οξυρρύγχων παράγεται κατά μέσον όρο 15 κιλά χαβιάρι.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B1%CE%B2%CE%B9%CE%AC%CF%81%CE%B9
ΥΛΙΚΑ-ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ψωμί του τόστ
100 γρ χαβιάρι η υποκατάστατο
200 γρ σολομό σε λεπτά φιλέτα
Τυρί κρέμα Φιλαδέλφεια
Κάνουμε με τις φέτες του τοστ ένα προσχέδιο για το πόσο μεγάλη θέλουμε να είναι η σκακιέρα μας.
Αφαιρούμε με ένα κοφτερό μαχαίρι την κόρα από το τόστ.
Αλείφουμε το ψωμί με Φιλαδέλφεια.
Στρώνουμε το χαβιάρι η τον σολομό και κόβουμε στα 4 κάθε φέτα.
Αρχίζουμε να στήνουμε την σκακιέρα ..
Συνοδεύουμε με σαμπάνια η λευκό κρασί..
ΩΣ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ..
ΝΑ ΠΕΡΝΑΤΕ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΓΕΙΡΕΥΕΤΕ ΑΚΟΜΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ!
(Επιμέλεια – Εκτέλεση συνταγής:Ρένα Κώστογλου)
(Φωτογραφίες :Ρένα Κώστογλου-Στέλιος Μυλιώτης)